DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Heizelement n n -(e)s, -e
el. θερμαντικό στοιχείο; θερμικό στοιχείο
industr., construct., mech.eng. θερμοπομπός
mater.sc. θερμαντική μονάδα; θερμαντικό σώμα
Heizelement
: 14 phrases in 4 subjects
Electronics6
Industry6
Metallurgy1
Municipal planning1