DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Heimarbeit f f =, -en
econ. εργασία κατ' οίκον
insur. ασφάλιση εργασιών εντός της χώρας
lab.law. εργασία κατ'οίκον; εργασία φασόν; φασόν
law, lab.law. κατ'οίκον εργασία