DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Heide m -n, -n
agric. βάλτος; εκτεταμένη χέρσος
environ. ρεικότοπος m
forestr. καλούνα η κοινή
life.sc. ερεικών
med. χερσότοπος m; άγονη έκταση; τυρφώνας f
 German thesaurus
Heide abbr.
abbr., topon. HEI (город в Германии Лорина)
Heide
: 12 phrases in 2 subjects
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences11