DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Hefter v
commun., lab.law. βιβλιογράφος
Heften v
agric. στήριξη
industr. συρραφή
industr., construct., chem. συγκόλληση πονταρίσματος των άκρων
met. σύνδεση με σύρμα
Heft v
commun. μέρος; τμήμα; τεύχος