DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Hebezeug n n -(e)s
agric., mech.eng. τρίποδον βαρούλκον
econ. ανυψωτικό μηχάνημα
fish.farm. ανυψωτικά μηχανήματα
industr. μηχανιμός ανύψωσης
mech.eng. μηχάνημα ανύψωσης; ανυψωτική μηχανή; γερανός
Hebezeuge n
agric. ανυψωτική συσκευή; παλάγκοκν.
Hebezeug
: 5 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Industry1
Law2
Mechanic engineering1