DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Haube f f =, -n
industr., construct., met. θόλος; καλόττα; κουκούλα; απαγωγός σχηματοδοτήσεως
med. θήκη που χρησιμοποιείται σαν προστατευτικό μέσο κατά της ακτινοβολίας Roe; καλύπτρα; καλύπτρα των εγκεφαλικών σκελών; κάλυμμα; σκούφος
met. θερμή ψευδοκεφαλή; κεφαλή τροφοδοσίας; πιλίσκος; προσεπιχώνευμα; ψευδοκεφαλή
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. εμπρόσθιο κάλυμμα; καπό; καπό μηχανής; καπό του κινητήρα
Haube
: 14 phrases in 7 subjects
Earth sciences1
Health care2
Industry2
Materials science1
Metallurgy6
Technology1
Transport1