DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Hangs... m
agric. αυτοσταθεροποιούμενος
Hang m m -(e)s, Hänge
environ. πρανές; κλιτύς; πρανές/κλιτύς
forestr. πλαγιά; κλιτύς λόφου
med. κλίση
transp. εξωτερική όχθη καμπύλης ποταμού
Hangs
: 8 phrases in 4 subjects
Agriculture5
Environment1
Finances1
Information technology1