DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Haltung f f =, -en
gen. στάση; ιχθυοτροφείο, εκτροφή
econ. γεωργική εκμετάλλευση; εκμετάλλευση
med. στάση ή θέση; εμβρυϊκή συμπεριφορά; εμβρυϊκή στάσις; η θέση του σώματος; η θέση των διαφόρων μελών του εμβρύου μεταξύ τους
nat.sc., agric. συμπεριφορά
Haltungs- adj.
med. ορθοστατικός; στατικός; σχετικός με τη στάση ή τη θέση του σώματος
Haltung
: 30 phrases in 12 subjects
Agriculture5
Economy1
Environment1
Finances1
General4
Health care1
Human rights activism1
Industry3
Mechanic engineering1
Medical2
Natural sciences1
Transport9