DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Halbzeug n -(e)s, -e
fin., industr. ημικατεργασμένο προϊόν
met. ημιτελειωμένο προϊόν; ημι-προϊόν
Halbzeuge n
met. ημικατεργασμένα προϊόντα
Halbzeug
: 3 phrases in 2 subjects
Industry1
Metallurgy2