DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Halbfertigware f
fin., industr. ημικατεργασμένο προϊόν
Halbfertigwaren f
industr. ημιεπεξεργασμένο προϊον; προϊόν μέσης τεχνολογικής ανάπτυξης
met. ημικατεργασμένα προϊόντα