DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Haften v
met., mech.eng. γάνωμα; κόλληση του χυτού με το καλούπι; συγκράτηση του χυτοτεμαχίου στον τύπο
Haft v
law κράτηση
law, h.rghts.act. σ·ύλληψη
law, immigr. διοικητική κράτηση; κράτηση ενόψει απομάκρυνσης
haften v
transp. προσκολλώμαι; προσφύομαι
Haften
: 9 phrases in 6 subjects
Criminal law2
Economy1
Human rights activism1
Immigration and citizenship1
Law3
Patents1