DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Hügel m m -s, =
environ. λόφος; γήλοφος; ύψωμα; λόφος/ύψωμα/γήλοφος (collina, collis)
med. κλιτύς (clivus); απόκλιμα (clivus); απόκλιμα Blumenbach (clivus)