DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Höcker m m -s, =
agric. ύβος
med. κυφοσκολίωσις; όγκωμα; φύμα
Höcker v
agric. ύβωση; κυψελίδες
med. κύφωσις
Hocke v
agric. θημωνιά; σωρός δεματιών σίτου; χειρόβολα; χώρος διαλογής αλιεύματος; θυμωνιά; μικρή θυμωνιά
Hocken v
agric. χειρόβολα; τοποθέτηση σε σωρούς στον αγρό; θημωνιά; σωρός δεματιών σίτου
hocken v
agric. θημωνιάζω; κάνω θημωνιές
Hocker v
mun.plan. σκαμνί; ταμπουρέ
Höcker
: 3 phrases in 2 subjects
Health care1
Medical2