DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | verb
Hänger m m -s, =
agric., construct. πλωτήρ,επιπλευστήρ
chem. κυμάτωση
construct. αναρτήρας
environ., agric. κουρνιασμένο δένδρο
IT, dat.proc. απρόβλεπτη αναστολή
Hanger m m -s, =
mech.eng., el. αναρτήρας αλυσοειδούς
transp., nautic. μαντάρικν.; ορθωτήρας; ποδάρι μπίγαςκν.
Hang adj.
med. κατηφοριά; κατωφέρεια
 German thesaurus
Häng. abbr.
abbr. Hänger