| |||
διανομέας f | |||
προμηθευτής m | |||
έμπορος m | |||
έμπορος χρηματιστηριακών τίτλων ή εμπορευμάτων που ενεργεί για ίδιο λογαριασμόν; ντίλερ m |
Händler : 17 phrases in 6 subjects |
Agriculture | 2 |
Commerce | 2 |
Communications | 1 |
Finances | 9 |
Microsoft | 2 |
Transport | 1 |