DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Händler m -s, =
chem. διανομέας f
comp., MS προμηθευτής m
econ. έμπορος m
fin. έμπορος χρηματιστηριακών τίτλων ή εμπορευμάτων που ενεργεί για ίδιο λογαριασμόν; ντίλερ m
Händler
: 17 phrases in 6 subjects
Agriculture2
Commerce2
Communications1
Finances9
Microsoft2
Transport1