DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Gummieren v
industr., construct. συσσωμάτωση με κόλλα
tech., industr., construct. γομάρισμα
gummieren v
gen. επάλειψη με κόλλα
chem. κολλώ
commun. αλείφω με γόμμα; γομάρω
industr., construct. επικαλύπτω με ελαστικό; επενδύω με ελαστικό