DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Grundstück n -(e)s, -e
agric., econ. αγροτεμάχιο
market. ακίνητο m; ακίνητος περιουσία
proced.law., patents., tax. ακίνητη περιουσία; ακίνητο αγαθό
Grundstücke n
busin., labor.org., account. ακίνητες αξίες
market. εδαφικές εκτάσεις
Grundstück
: 32 phrases in 9 subjects
Accounting5
Agriculture2
Construction6
Economics6
Finances6
General3
Law2
Taxes1
Transport1