DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Grundkapital n -s, -ien
gen. χρηματιστηριακό κεφάλαιο
busin., labor.org. μετοχικό κεφάλαιο
fin. κεφάλαιο δανεισμού; αρχικό κεφάλαιο
law εταιρικό κεφάλαιο
law, fin., busin. ονομαστικό κεφάλαιο
law, patents. έγγειο κεφάλαιο
Grundkapital
: 2 phrases in 2 subjects
Economics1
Finances1