DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Gradbogen m m -s, =
agric. βαθμονομημένος τομέας
scient. όργανο σε σχήμα ημικύκλιου,με διαβαθμισμένη περίμετρο,για τη μέτρηση των γωνιών ή τη χάραξη μιας ορισμένης γωνίας
gradbogen m
gen. αλφάδι μεταλλευτή; μοιρογνωμόνιο