DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Graben m m -s, Gräben
construct. τάφρος απορροής
environ. οχετός εκκένωσης (cloaca)
Graben v
agric., industr. χαντάκι
commun., industr., construct. αυλάκι; βαθύς πυθμένας
construct. τάφρος συγκεντρώσεως υδάτων επιφανειακής απορροής; αποχετευτική τάφρος
environ. τάφρος; αποστραγγιστικοί υπεδάφιοι τάφροι; υπόνομος (cloaca)
fin., scient. χάσμα
Grab v
earth.sc., geogr. φαράγγι βυθού
mech.eng. θέση ταφής
graben adj.
forestr. σκάβω; σκάψιμο
Graben
: 32 phrases in 10 subjects
Agriculture15
Communications1
Construction4
Earth sciences2
Education2
Industry1
Life sciences1
Natural sciences1
Social science2
Transport3