DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Gleisschaltmittel n
transp. πέδιλο γραμμής; τροχοεπαφή
Gleißchaltmittel n
IT, transp. εγκατάσταση σήματος ελεύθερης ή κατειλημμένης σιδηρογραμμής