DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Glaetten v
construct. υλικόν επικαλύψεως
earth.sc. εξομάλυνση; λείανση
industr., construct. σαπούνισμα; ξύσιμο περγαμηνής
met. πλάνισμα
glaetten v
industr., construct. κολλαρίζω
Glaetten
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2