DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Glättwalzen n
chem. κύλινδροι λείανσης
Glattwalzen n
forestr. λείοι κύλινδροι
Glättwalzen v
chem. λειαντικοί κύλινδροι
Glattwalze v
agric. τροχός πίεσης
agric., mech.eng. λείος κύλινδρος
construct. κύλινδρος ισοπέδωσης με ομαλή επιφάνεια; οδοστρωτήρας λείων κυλίνδρων
Glättwalze v
industr., construct., chem. Στιλβωμένος Kύλινδρος
Glättwalzen
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1