DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Glätten v
transp. εξομαλύνω
glätten v
cultur., commun. γυαλίζω; λουστράρω
Glätten adj.
commun., forestr. στιλβούργηση
industr., construct., met. επεξεργασία της επιφάνειας οπτικού γυαλιού; λείανση; στίλβωση
stat. εξομάλυνση
tech., industr., construct. γλασάρισμα; σατινάρισμα; στίλβωση χάρτου
transp. ομαλοποιώ
glätten adj.
commun. γκλασάρω,σατινάρω,στιλβώνω χαρτί
commun., industr., construct. καθαρίζω τους κυλίνδρους
construct. λείανση
cultur., commun. στιλβώνω
met. λειαίνω
glatt adj.
agric. απαλός; μεταξένιος
industr., construct., met. γκέτο μη διακοσμημένο
med. λείος; ομαλός; άτριχος
glatte adj.
agric. μη κοκκώδης υφή; ομοιογενής υφή
Glätter adj.
commun. στιλβωτής
stat. ομαλότερη
Glätte adj.
tech., industr., construct. απαλότητα; στιλπνότητα
Glätten
: 115 phrases in 24 subjects
Agriculture10
Chemistry2
Construction5
Earth sciences3
Economy1
Electronics1
Finances1
Fish farming pisciculture3
General4
Hobbies and pastimes1
Industry21
Information technology2
Insurance1
Life sciences3
Materials science1
Mechanic engineering7
Medical16
Metallurgy7
Natural resourses and wildlife conservation3
Natural sciences2
Statistics2
Technology6
Textile industry1
Transport12