DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Gift n -(e)s, -e
environ. πτητική ουσία που προσελκύει τα έντομα
med. δηλητήριο; τοξίνη
social.sc. άσπρη; άλφα f
Gifte n
pharma., chem. δηλητήρια f; τοξικά f; τοξικές ουσίες
Gift adj.
med. φαρμάκι
Gift- adj.
med. δηλητηριώδης; φαρμακερός
Gift
: 17 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Chemistry2
Environment2
General2
Health care1
Medical2
Natural sciences5
Pharmacy and pharmacology1