DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Gemeinde f =, -n
gen. Κοινότητα f; Συνοικία f; οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης; πολεοδομικό συγκρότημα
construct., mun.plan., environ. οικισμός
econ. δήμοι και κοινότητες
environ. δήμος m; δημαρχία m; δήμος/δημαρχία m
law κοινότητα f
polit., loc.name., construct. αστική περιοχή; κατοικούμενος τόπος; οικισμένος τόπος
Gemeinde
: 29 phrases in 9 subjects
Construction1
Economics6
Finances1
General13
Health care1
Law2
Medical1
Obsolete / dated2
Politics2