DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Gasblase f
gen. αεριοκάλυμμα; θύλακας αερίου
earth.sc., mech.eng. φυσαλίδα f
met. οπή μεγέθους μύτης καρφίτσας; φυσαλίδα αερίου
Gasblase
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1