DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Futterpflanze f f =, -n
agric. φυτό νομής; χορτονομή; ποώδης χορτονομή; χορτονομή ετήσιων φυτών; κτηνοτροφικά φυτάΑΚ; λειμώνια φυτά αδόκιμο
econ. κτηνοτροφικό φυτό
environ. καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών; χορτοδοτικό φυτό
nat.res., agric. σανοδοτικό φυτό
Futterpflanze
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Food industry1