DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Furche f f =, -n
agric. αυλάκι
med. αύλακα (sulcus); αυλάκι (sulcus)
Furche v
agric. αύλακας; αυλακιά αρότρου
life.sc. υποβρύχιο φαράγγι; υποθαλάσσια αύλακα; ύφαλο χαράκι
met. κάψιμο μετάλλου βάσεως
Furchen v
agric. αυλάκι αρότρου
Furch v
agric. αυλάκι αρότρου
Furche
: 25 phrases in 3 subjects
Agriculture6
Immigration and citizenship1
Medical18