DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Fruchtfleisch n n -es
agric. σαρκώδες μέρος
med. μεσοκάρπιο; σαρκώδες τμήμα καρπού; σαρκοκάρπιο
nat.res., agric. πούλπα; σάρκωμα