DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective
Frosch m -es, Frösche
coal., mech.eng. ηλεκτρικός πυροκροτητής με μαύρην πυρίτιδα
environ. άνουρα f; άκερκα f (βάτραχοι); άνουρα/άκερκα βάτραχοι
mech.eng. ασφάλεια διαδρομής; βύσμα αναστροφής; βύσμα διαδρομής
met., mech.eng. πλάκα έδρασης μήτρας διάτμησης
Frösche m
nat.res. βατράχια f (Rana)
Frosch adj.
med. βάτραχος; μεγάλος βάτραχος άχου; φρύνος