DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Freigabe f f =
gen. προς εκτύπωση; τυπωθείτω
el. απόλυση
fin. αποκανονιστικοποίηση
IT παράδοση
polit., IT αποχαρακτηρισμός
social.sc. εγκατάλειψη
transp., avia. άδεια
freigeben v
comp., MS κάνω κατάργηση εκχώρησης
Freigabe
: 50 phrases in 15 subjects
Communications4
Earth sciences3
Economy1
Electronics3
Finances7
General3
Industry1
Information technology6
Labor law1
Law3
Medical3
Microsoft5
Patents1
Technology1
Transport8