DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Forstfläche f
agric. έκταση που καλύπτεται από δάση; δασικές εκτάσεις; δασική έκταση
environ., agric. δάσος; δασώδης περιοχή
environ., agric., polit. αραιός δενδρώνας