DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Formöl n
environ., industr. λάδι για την αφαίρεση καλουπιών; έλαιο ξυλότυπο
Formol n
med. φορμόλη; φορμαλίνη; διάλυμα φορμαλδεΰδης
phys.sc., chem. φορμαλδεΰδη