Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Danish
Dutch
English
Finnish
French
Greek
Irish
Italian
Japanese
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
Flugblatt
n n -(e)s, ..blätter
gen.
φυλλάδιο
commun.
διαφημιστικό έντυπο
;
προσπέκτους
;
προπαγανδιστικό φυλλάδιο
;
τρακτ
;
διαφημιστικό φύλλο
;
μεμονωμένο φύλλο
;
ξεχωριστό φύλλο
;
φέιγ βολάν
;
φύλλο μιας όψης
;
αποσπασμένο φύλλο βιβλίου
;
δυσφήμιση διά του τύπου
;
λίβελλος
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips