DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Flattern n
earth.sc., el. κραδασμοί αυτοδιέγερσης
Flattern adj.
agric., industr., construct. μάσημα
astronaut., transp. Πτερυγισμός
construct. πάλμωση; ταλάντωση
earth.sc., transp. αεροελαστικές ταλαντώσεις; πτερυγισμός αεροδυναμικού σώματος; φλάττερ
mech.eng. κοσκίνισμα τροχού; κραδασμός
med. πτερυγισμός
flattern adj.
med. πτερυγίζω πτερύγισα; φτεροκοπώ φτεροκόπησα
Flattern
: 6 phrases in 2 subjects
Earth sciences5
Mechanic engineering1