DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Fitting n
chem., el. σύνδεσμος σωλήνων; τεμάχιο σύνδεσης
mech.eng. ρακόρ σωλήνωσης
transp. σύνδεσμος με κολλάρο; σύνδεσμος με φλάντζα
fittings n
earth.sc., mech.eng. σύνδεσμοι; εξαρτήματα
 German thesaurus
Fitting n
plumb. Zubehörteil (Andrey Truhachev)
tech. Muffe (Andrey Truhachev)
Fitting
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Chemistry1