DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Fischbestände m
account. αποθέματα αλιευμάτων
environ. αλιευτικοί πόροι
Fischbestand m
agric. κατάσταση των αποθεμάτωνιχθύες
environ. ιχθυαπόθεμα
environ., fish.farm. αλιευτικοί πόροι; ιχθυοπανίδα; ιχθυοπληθυσμός
min.prod., fish.farm. απόθεμα ιχθύων
Fischbestände
: 24 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Economy1
Environment1
Fish farming pisciculture20
Life sciences1