DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Feuerrohr n n -(e)s, -e
el. αυλοσωλήνας; αυλός βραστήρας; βραστήρας; σωλήνας λέβητα; σωλήνας του λέβητος; σωληνωτός βραστήρας; σωληνωτός λέβητας
transp. σωλήνας του λέβητα
transp., industr. φλογαυλός