DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Fertigware f f =, -n
econ., commer. βιομηχανικό προϊόν
industr., construct. είδος έτοιμο για χρήση; τελειωμένο είδος
labor.org., industr. τελικό προϊόν; έτοιμο προϊόν; τελειωμένο προϊόν
market. είδος έτοιμο προς χρήση
Fertigware
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Metallurgy1