DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Feinschleifen v
chem., met. μηχανική λείανση
industr., construct., met. τελική στίλβωση; στίλβωση; λείο ταγιάρισμα
met. ρεκτιφιέ ακριβείας
met., mech.eng. ελαστική σμίλη
Feinschleifen
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Metallurgy1