| |||
οξυτενές κονδύλωμα (condyloma acuminatum, papilloma acuminatum, papilloma venereum); πεϊκό κονδύλωμα; πλατέα κονδυλώματα; συφιλιδικές πλάκες; κονδύλωμα (condyloma acuminatum, papilloma acuminatum, papilloma venereum) |
Feigwarze : 2 phrases in 1 subject |
Medical | 2 |