DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Fassreifen adj.
agric. στεφάνη; στεφάνι βαρελιού
industr., construct. βαρελοστέφανο; ξυλοστέφανο βαρελοποιίας
Fassreife adj.
food.ind. παλαίωση στο βαρέλι