DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Fasen f
industr., construct., met. μπιζουτάρισμα
Fase f f =, -n
chem. κωνική ακμή; λαξευμένο άκρο
industr., construct., mech.eng. λοξοτομίαλοξή,πλαγία τομή
abbr., nautic. μεταβατική περιοχή επιφάνειας αποβλίττου; μεταβατική περιοχή ελεύθερης επιφάνειας; μεταβατική περιοχή
Fasen
: 4 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Industry1
Medical2