DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Fang v
agric. αλίευμα; διχτυάκν.; ψαριάκν.
fish.farm. αλιευόμενο είδος
Fangen v
commun. αναγνώριση κακόβουλης κλήσης; αναγνώριση κακόβουλων κλήσεων; σύλληψη; εντοπισμός κλήσης; προσδιορισμός της ταυτότητας κακόβουλης κλήσης' αναγνώριση κακόβουλης κλήσης
el. αγκίστρωμα στόχου; βαρυτική σύλληψη; επίκτηση; λήψη
mining., oil αλίευσις
fangen v
fish.farm. αλιεύω; πραγματοποιώ αλιευτικό ταξίδι
Fang adj.
med. σύλληψη
 German thesaurus
FANG abbr.
abbr., IT Facebook, Amazon, Netflix, Google (Brücke)
Fang
: 40 phrases in 9 subjects
Agriculture9
Communications1
Economy3
Fish farming pisciculture20
Industry1
Mineral products1
Social science2
Statistics2
Transport1