DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Falte f f =, -n
med. αναδίπλωση (plica); πτυχή (plica)
Falte v
commun. ελάττωμα εντύπου από δίπλωμα του χαρτιού στο πιεστήριο; πτυχή ή λακούβα τυπογραφικού χάρτη που πιεζόμενο ασχημίζει την τύπωση ή αφήνει λεύκωμα
industr., construct. τσαλακάδα; σπάσιμο
industr., construct., chem. Eξόγκωμα; ραφή,μαγκώματα καλουπιού
med. ρυτίδα
met. σούφρα
transp. πτυχή
Falte
: 27 phrases in 5 subjects
Agriculture2
Materials science1
Medical21
Metallurgy2
Transport1