DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Fallout m m -s, -s
gen. ραδιενεργός εναπόθεση από πυρηνική έκρηξη; ραδιενεργός επίπτωση
environ. κατακρήμνιση απόθεση, κατάλοιπα ρύπων (σωματιδίων); "κατακρήμνιση απόθεση, κατάλοιπα ρύπων σωματιδίων"; κατακρήμνιση απόθεση, κατάλοιπα ρύπων
Fallout Chemikalien m
environ. χημικές αποθέσεις; χημικές αποθέσεις ραδιενεργών σωματιδίων
Fallout Radioaktivität m
environ. ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης
Fallout
: 10 phrases in 2 subjects
Environment6
Life sciences4