DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Fahrspur f f =, -en
transp. λωρίδα κυκλοφορίας
Fahrspur v
forestr. σύστημα κίνησης; μετάδοση κίνησης
Fahrspuren v
forestr. ίχνη τροχών
Fahrspur
: 3 phrases in 2 subjects
Construction1
Transport2