DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Füllstoff m m -(e)s, -e
agric., food.ind., chem. διογκωτικό
chem. πληρωτικό υλικό; πληρωτικό
food.ind., chem. διογκωτικός παράγων
mater.sc., construct. κονίαμα
tech., industr., construct. επιβαρυντικό; πρόσθετο υλικό
Füllstoffe m
hobby, anim.husb. τροφή σιτοδείας
Füllstoff
: 6 phrases in 3 subjects
Electronics1
Industry2
Materials science3