DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Fühler m m -s, =
gen. αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως
chem., el. πυρομετρική ράβδος
commun., mech.eng. κεραία
el. αισθητήρας
industr. αισθητήρας έκρηξης
mech.eng. ανιχνευτής
Fühler
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2